- δίδαξα
- διδάσκωinstructaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
'δίδαξα — ἐδίδαξα , διδάσκω instruct aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάσκω — δίδαξα, διδάχτηκα, διδαγμένος, μεταδίδω γνώσεις σε μαθητές, εκπαιδεύω, είμαι δάσκαλος: Διδάσκει το μάθημα της ηθικής στη φιλοσοφική σχολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διδαξάσης — διδαξά̱σης , διδάσκω instruct aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδαξάσῃ — διδαξά̱σῃ , διδάσκω instruct aor part act fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάξας — διδάξᾱς , διδάσκω instruct aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάξασα — διδάξᾱσα , διδάσκω instruct aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάξασαι — διδάξᾱσαι , διδάσκω instruct aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάξασαν — διδάξᾱσαν , διδάσκω instruct aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάξασι — διδάξᾱσι , διδάσκω instruct aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάξασιν — διδάξᾱσιν , διδάσκω instruct aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)